Σιγά σιγά τον χάνουμε – η αλήθεια είναι αυτή και είναι μια αλήθεια που πονάει το στόμα. Δεν έχει σημασία πόσα τουρνουά θα κερδίσει ακόμα: κάθε φορά που τον βλέπουμε να παίζει κατά βάθος η καρδιά μας σφίγγεται καθώς προετοιμαζόμαστε για το μεγάλο αντίο. Ο Μεγάλος Ρότζερ, ο δάσκαλος Ρότζερ, ο Φέντερερ των θριάμβων και των συγκινήσεων, ο μεγαλύτερος παίκτης όλων των εποχών, ετοιμάζεται σα Θεός κι αυτός να μας αφήσει χαρίζοντας μας τη λυτρωτική ανάμνηση των θαυμάτων του. Φυσικά θα υπάρξουν για λίγο ακόμα κι άλλα θαύματα σαν αυτό που έκανε φέτος στο Γουίμπλετον, που από τόπος μαρτυρίου μεταμορφώθηκε ξανά σε βασίλειο, αλλά στο τέλος όλοι ξέρουμε πως ο αδίστακτος χρόνος θα τον νικήσει αφήνοντας πεδίο δόξης λαμπρό για αντιπάλους που χρόνια τώρα ονειρεύονται απλώς να σταθούν αντάξιοί του. Το φινάλε θα είναι μοιραία πικρό, όχι για αυτόν, αλλά για μας που αγαπάμε το τένις που ο Ελβετός από τη Βασιλεία τίμησε όσο ποτέ κανείς. Αυτό το τένις που στη βάση του είχε πάντα την ομορφιά της αισθητικής κόντρα στις επιταγές των καιρών που θέλουν οι νικητές να είναι οδοστρωτήρες που σκοτώνουν με την άνεση των εξολοθρευτών. Ο Φέντερερ δεν είναι απλά το νούμερο 1 του κόσμου: είναι ένα είδος προς εξαφάνιση. Μόνο που πριν μας χαρίσει τον τελευταίο άσο, το τελευταίο καθαρό ντράιβ, το τελευταίο ρεβέρ, το τελευταίο ντεμι βολέ, θα έχει αποδείξει ότι η εποχή του cyber τένις που ζούμε δεν νίκησε ποτέ την αισθητική. Η ομορφιά του παιγνιδιού του δεν άλλαξε την πορεία της ιστορίας, αλλά κέρδισε για πάντα την καρδιά μας κι αυτό είναι που μετράει. Τον Ιούλιο του 2001ο Φέντερερ κέρδισε στα προημιτελικά του Γουίμπλετον τον 7 φορές κάτοχο του τίτλου Πιτ Σάμπρας. Το ματς αυτό είναι η μοναδική τους επίσημη αναμέτρηση – κατά κάποιο τρόπο η στιγμή που η μοίρα αποφάσισε την μεταξύ τους αλλαγή σκυτάλης. Ο Σάμπρας, θαμπωμένος από την άνεση του παιγνιδιού του Ελβετού, δήλωσε ότι πρώτη φορά στη ζωή του αισθάνθηκε ότι έχασε από κάποιον που έπαιζε καλύτερα από αυτόν! "Εχουμε το ίδιο ντράιβ, το ίδιο σερβίς και την ίδια επιθετικότητα, αλλά το ρεβέρ του πονάει" είπε κι έκτοτε φρόντισε να μην τον ξαναβρεί μπροστά του. Ενώ τα παιδάκια σε όλο τον κόσμο ξεπατίκωναν το στυλ του Αγκασι και του Τζίμπο Κούριερ, μαθαίνοντας να εκτελούν από το βάθος του γηπέδου με τα backhand και τα top spin ο Ελβετός άρχιζε να χτίζει το μύθο του θυμίζοντας σε όλους ότι η αρτιότητα στην τεχνική μπορεί να σε κάνει νούμερο ένα του κόσμου. Στις 11 Σεπτεμβρίου του 2004, όταν κέρδισε τον Xίουιτ στον τελικό του USA OPEN με ένα διπλό 6-0 στα τρία σετ (6-0, 7-6, 6-0), ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας (ένας από τους καλύτερους αθλητικογράφους – συγγραφέας και ενός φιλοσοφικού δοκιμίου με τίτλο "H σιωπή του Φέντερερ") έγραψε στην USA today ότι ο Ελβετός ήρθε για να αναστήσει ένα σπορ που πέθανε, δηλαδή το τένις. "Ο θάνατος του τένις ήρθε στις 10 Ιουνίου του 1984, ακριβώς στις 19.08 το απόγευμα. Τότε ο Τζον Μακ Ενρόου, ο πιο ταλαντούχος τενίστας της εποχής, έχασε από τον μαραθωνοδρόμο Ιβάν Λεντλ στέλνοντας στο φιλέ το ντεμι βολέ του. Αυτή τη βάρβαρη στιγμή καθώς ο συμπαθής Λεντλ πανηγύριζε το λάθος του αντίπαλου του, το τένις τελείωνε: θα ακολουθούσε μια γενιά αθλητών γεμάτη όρεξη για τρέξιμο, παθιασμένοι με την αποτελεσματικότητα, αλλά χωρίς το προαπαιτούμενο ταλέντο που καταπλήσσει τον θεατή που αγαπάει το σπορ και όχι τα αποτελέσματα του. Ο Σάμπρας υπήρξε ο προφήτης του Ελβετού που θα καταπλήξει την οικουμένη βάζοντας τις βάσεις για μια νέα θρησκεία: τη θρησκεία του ταλέντου". Ο Γουάλας υπήρξε προφητικός και ταυτόχρονα άστοχος όπως όλοι όσοι ειδικευόμαστε στην έκφραση του θαυμασμού μας: ο Φέντερερ έγινε το νούμερο 1, κράτησε την κορυφή για δεκάδες εβδομάδες, έσβησε τα ρεκόρ του Σάμπρας αλλά παρέμεινε μια χαρισματική μοναχική φιγούρα σε ένα κόσμο στον οποίο η δύναμη και η αντοχή καθορίζουν την επιτυχία. Ο Φέντερερ υπήρξε και ξανάγινε νούμερο ένα κόντρα στην κυρίαρχη τάση για τον απλούστατο λόγο ότι είναι αδύνατο να τον αντιγράψει κανείς. Θα ήταν εύκολο να γράψω τα δεκάδες ρεκόρ του που προκαλούν κατάπληξη, αλλά ο άνθρωπος από τη Βασιλεία δεν είναι τα ρεκόρ του: είναι κάτι περισσότερο, δηλαδή σύμβολο αισθητικής και αθλητικού μεγαλείου. Ο Φέντερερ διέλυσε τους πάντες για μια τετραετία (από το 2004 έως και το 2008), καταπλήσσοντας με την απόλυτη υπεροχή του παιγνιδιού του. Για πολλούς το παιγνίδι του υπήρξε ο περφεξιονισμός της μανιέρας των μεγάλων τεχνητών, του Κόνορς και του Μακ Ενροου, του μοναχικού επιθετικού σολίστα Στέφαν Εντμπεργκ, φυσικά του Σάμπρας. Ο Φέντερερ παίζει τένις με μια αίσθηση ιστορίας – είναι σαν να γνωρίζει την ευγενική καταγωγή του σπορ και να την υπερασπίζεται απέναντι σε παίκτες με κομπιούτερ στο μυαλό τους ή αδάμαστούς ψυχωμένους μαχητές σαν το Ναδάλ. Το τένις του είναι αριστοκρατικό και γοητευτικό, δεν κουβαλάει την αρρώστια που λέγεται νοσταλγία αλλά μαγεύει. Η επιστροφή του στο νούμερο 1 του κόσμου λίγο πριν πατήσει τα τριάντα ένα (ο Αρθουρ Ας το 1975 ήταν ο τελευταίος που το πέτυχε σε αυτή την ηλικία) είναι μια γοητευτική ιστορία: ο θρίαμβος του καλού κόντρα στη δύναμη. Μετά το 2008 ο Φέντερερ βρήκε στο πρόσωπο του Ναδάλ τη νέμεση. Ηταν πολύ γοητευτικός, πολύ αριστοκράτης, πολύ νικητής για να τον αφήσουν οι μοίρες στην ησυχία του: ο αριστερόχειρας νεαρός Ναδαλ, με τη μεγάλη καρδιά και το άσβηστο πάθος, ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να του προκύψει ως αντίπαλος. Το ισοπεδωτικό τένις του Ναδάλ, γεμάτο δύναμη και αδιαφορία για την καλλιγραφία, τον έριξε από την κορυφή, του στέρησε τίτλο στο δικό του Γουιμπλετον, τον οδήγησε στο να αλλάζει προπονητές, ποτέ όμως στρατηγική και τρόπους.